ἱερωσύνη — ἱερώσυνος priestly fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἱερωσύνη priesthood fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερωσύνῃ — ἱερώσυνος priestly fem dat sg (attic epic ionic) ἱερωσύνη priesthood fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερωσύνηι — ἱερωσύνῃ , ἱερώσυνος priestly fem dat sg (attic epic ionic) ἱερωσύνῃ , ἱερωσύνη priesthood fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερωσυνῶν — ἱερωσύνη priesthood fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱρωσύνην — ἱερωσύνη priesthood fem acc sg (attic epic ionic) ἱρωσύνη priesthood fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστήρια — Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο… … Dictionary of Greek
ιεράτευμα — το (ΑΜ ἱεράτευμα) [ιερατεύω] 1. το ιερατείο, το σύνολο τών κληρικών 2. φρ. «βασίλειον ἱεράτευμα» το σύνολο τών πιστών τής ιουδαϊκής θρησκείας ἡ τής χριστιανικής εκκλησίας, ο περιούσιος λαός τού θεού, τα μέλη τού οποίου έχουν τη γενική, μη… … Dictionary of Greek
ιερεωσύνη — ἱερεωσύνη, ἡ (Α) ιερωσύνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που μαρτυρείται σε αττική επιγραφή αντί τού ιερωσύνη] … Dictionary of Greek
ιεροσύνη — Ένα από τα Μυστήρια της Εκκλησίας, ταυτόσημο με τη χειροτονία. Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, η ι. είναι θεοσύστατη τελετή, κατά τη διάρκεια της οποίας κατέρχεται η θεία χάρη με την επίθεση των χεριών του επισκόπου και ο χειροτονούμενος… … Dictionary of Greek
ἱερωσύναι — ἱερωσύνᾱͅ , ἱερώσυνος priestly fem dat sg (doric aeolic) ἱερωσύνη priesthood fem nom/voc pl ἱερωσύνᾱͅ , ἱερωσύνη priesthood fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)